- διαστολικόν
- διαστολ-ικόν, τό,A official notification of payment due, writ, POxy.68.33 (ii A. D.), al.; in full,
δ. ὑπόμνημα BGU613.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δ. ὑπόμνημα BGU613.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστολικόν — διαστολικόν, το (Α) 1. έγγραφη κοινοποίηση τού ποσού και τής διορίας για οφειλόμενη πληρωμή 2. εντολή για πληρωμή … Dictionary of Greek